- περίρρυτα
- περίρρυτοςsurrounded with waterneut nom/voc/acc plπερίρρυτοςsurrounded with waterneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιρρύτα — περιρρύτᾱ , περίρρυτος surrounded with water fem nom/voc/acc dual περιρρύτᾱ , περίρρυτος surrounded with water fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρρύτας — περιρρύτᾱς , περίρρυτος surrounded with water fem acc pl περιρρύτᾱς , περίρρυτος surrounded with water fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρρύταν — περιρρύτᾱν , περίρρυτος surrounded with water fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νερομάλλα — και νερομαλλούσα, η (λαογρ.) επίθετο για τις λάμιες, κακοποιές νεράιδες, οι οποίες κατά τη λαϊκή φαντασία είχαν μαλλιά πάντοτε μακριά και χυτά, περίρρυτα, σαν νερά που τρέχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + μαλλί (πρβλ. ξανθομάλλα / ξανθομαλλούσα)] … Dictionary of Greek